- ανισόστιχος
- (anisostichus). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βιγνονειδών, με ακαθόριστο πλήθος ειδών. Είναι φυτά αναρριχητικά, ελικοφόρα, ταχυαυξή, αειθαλή, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα αντίθετα, σύνθετα χωρίς παράφυλλα και με έλικες που περιελίσσονται. Τα άνθη τους είναι αρσενικοθήλυκα, ζυγόμορφα, μονήρη ή σε αραιά μασχαλιαία σκιάδια. Οι κάλυκές τους είναι μονοσέπαλοι με στεφάνη μονοπέταλη και ο καρπός τους κάψα. Τα φυτά αυτά είναι κυρίως ιθαγενή των Αντιλλών, του Μεξικού και της Νότιας Αμερικής. Τα α. είναι κατάλληλα για την κάλυψη τοίχων και περιπτέρων σε κήπους. Καλλιεργούνται κατά προτίμηση σε ξύλινα δοχεία βάθους 30 έως 40 εκ. Χρειάζονται πολύ νερό, γι’ αυτό και η κατάβρεξη ολόκληρου του φυλλώματος συντελεί στην ανάπτυξή τους.
Dictionary of Greek. 2013.